1455889915 MB home        1455889923 MB back   

Αξιοθέατα

  

Mνημεία της φύσης

ΦΑΡΑΓΓΙ ΒΟΥΡΑΪΚΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

Το τοπίο στο βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου χαρακτηρίζεται από κροκαλοπαγές τείχος που αυλακώνεται από παράλληλες χαράδρες ξεκινώντας από τα εσωτερικά υψίπεδα και φτάνουν λίγα χιλιόμετρα πριν το επίπεδο της θάλασσας. Σ’ αυτό το κροκαλοπαγές τείχος είναι σκαμμένο το φαράγγι του Βουραϊκού.

Το όνομα του φαραγγιού μνημονεύει τη Βούρα σημαντική πόλη της αρχαιότητας που πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Κατά τον μύθο το όνομα του το πήρε από την Βούρα, κόρη του Νεφεληγερέτη και της Ελίκης, που αγαπούσε ο Ηρακλής και άνοιξε το πέρασμα για να φτάσει κάτω στη θάλασσα και να τη συναντήσει. Στις όχθες του υπάρχει σπήλαιο που, κατά την μυθολογία ήταν μαντείο, αφιερωμένο στον Ηρακλή. Εκεί οι προσκυνητές έριχναν τους αστραγάλους και διάβαζαν τους χρησμούς στους Πίνακες της Γνώσης, όπως τους αποκαλούσαν.

Στα κάθετα τοιχώματα του φαραγγιού διασώζονται πολύ ενδιαφέρουσες και σπάνιες φυτοκοινωνίες μοναδικών ειδών, χαρακτηριστικές των βραχωδών βιότοπων της ανατολικής Μεσογείου. Ανάμεσα στα είδη είναι η καμπανούλα των βράχων Campanula versicolor, το αρωματικό Teucrium pollium, η μικρή φτέρη Ceterach officinarum και από τα σπανιότερα είδη το τοπικό ενδημικό Achillea unbelata ssp monocephala, η ενδημική των βουνών της βόρειας Πελοποννήσου Aurinia moreana και η Asperula arcadiensis, είδος ενδημικό του Χελμού, της Ζήρειας και της Γκιώνας.

Το πιο αξιομνημόνευτο στοιχείο του φαραγγιού είναι το μικρό τρενάκι που το διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη. Η κατασκευή του οδοντωτού σιδηροδρόμου αποφασίστηκε στα χρόνια της Τρικουπικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του μεγαλεπήβολου σχεδίου σιδηροδρομικής σύνδεσης όλης της Ελλάδας. Αυτό το έργο υποστηρίχθηκε από το φίλο του Τρικούπη και τοπικό πολιτευτή Ασημάκη Φωτήλα. Η γραμμή κατασκευάστηκε από γαλλική εταιρεία ενώ συνέδραμαν και Ιταλοί τεχνίτες, που είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία σε ανάλογα έργα στις Άλπεις. Το έργο τελείωσε το 1895 και τα εγκαίνια έγιναν την επόμενη χρονιά με την συμμετοχή του τότε βασιλιά. Η πρώτη μηχανή ήταν ατμοκίνητη και σε κάθε στάση υπήρχαν υδατόπυργοι για την αναπλήρωση του νερού.
Η διαδρομή περνάει από μικρά τούνελ, όπου ανάμεσα στα μικρά ανοίγματα προλαβαίνουμε να διακρίνουμε στην απέναντι όχθη μεγάλη βραχοσκεπή με διαδοχικές σπηλαιώδεις αίθουσες, σε μια από τις οποίες οι σταλαγμίτες έχουν σχηματίσει όρθιες στήλες που μοιάζουν με μορφές παραταγμένες με σύνθεση δικαστηρίου (δικαστής, πρόεδρος και εισαγγελέας). Η διαδρομή συνεχίζει σε άγρια τοπία με καταρράκτες και φτάνουμε στο πιο στενό σημείο της διαδρομής που λέγεται “Πόρτες” και το τρενάκι περνάει μέσα από σήραγγα.

Δίπλα από τις γραμμές του τρένου υπάρχει μονοπάτι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της περιοχής. Σήμερα η ίδια χάραξη έχει σηματοδοτηθεί με σύμβολα του Ευρωπαϊκού Μονοπατιού Ε4, που χρησιμοποιείται από πεζοπόρους Έλληνες και ξένους πεζοπόρους. Η διαδρομή για το κατέβασμα απαιτεί περίπου 6 ώρες και για το ανέβασμα περίπου 7 με 8 ώρες.
Κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου διοργανώνεται από το Σύλλογο Ορειβασίας και Χιονοδρομίας Καλαβρύτων, το Πανελλήνιο Πέρασμα με τη συμμετοχή εκατοντάδων ορειβατών και πεζοπόρων.

ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΣ

Εννιά τα μέρη του νερού γύρω απ’ τη Γη, χωριστά από το δέκατο, το νερό της Στύγας. Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικοπυθαγορικές δοξασίες για την μετενσάρκωση.

Η Στύγα ήταν οι πηγές του υποχθόνιου ποταμού Κράθη στον Χελμό της Αχαΐας, σε υψόμετρο 2.100 μέτρα.
Η στυγερή Στύγα είχε τα βουερά παλάτια της στα Τάρταρα. Εκεί που ο Δίας έριξε τους Τιτάνες, τους Γίγαντες και όσους άλλους εναντιώθηκαν στο θέλημα του. Χώρια έμενε στα λαμπρά της δώματα η Στύγα, χτισμένα με μακριές πέτρες και στηριγμένα παντού με κολώνες αργυρές. Τη Στύγα τη φυλούσαν νύχτα μέρα δράκοι ακοίμητοι. Στην Τιτανομαχία ο Δίας με τους άλλους θεούς, τα αδέλφια του, πολέμησε κατά του πατέρα του Κρόνου, που είχε τη βοήθεια των δικών του αδερφών, των Τιτάνων. Όμως, την παράταξη του Δία ενίσχυσε από την τιτανογενιά, η φοβερή Ωκεανίδα η Στύγα, που ‘χε παιδιά της το Κράτος και τη Βία, το Ζήλο και τη Νίκη.

Στα ύδατα της Στύγας ορκίζονταν όλοι οι θεοί, ακόμη και ο Ήλιος. Ήταν ο πιο μεγάλος όρκος των θεών και στα νερό της οι θεοί έκαναν την ποινή τους, όταν ήταν τιμωρημένοι. Το όνομα της προκαλούσε φόβο σε θεούς και ανθρώπους. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει εάν έπινε από το νερό αυτό. Το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγείο έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ’ αυτό. Αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, το ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Μόνον οι οπλές των αλόγων άντεχαν, γι’ αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα καμωμένα από οπλή αλόγου.
Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα.

Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος καθώς η Θέτιδα η μητέρα του, μόλις γεννήθηκε, τον βούτηξε στα νερά της Στύγας για να τον κάνει αθάνατο. Ο αστράγαλος όμως του παιδιού έμεινε άβρεχτος. Εκεί, βρήκε την ευκαιρία και θα τον χτυπήσει, αργότερο στον κάμπο της Τροίας, ο Πάρις με το βέλος του και θα τον σκοτώσει.

Πριν ακόμη φυτρώσει το πρώτο χνούδι στα μάγουλα τους, πήραν όρκο στα ύδατα της Στύγας, πως θα έκαναν δικές τους ο Ώτος την Άρτεμη και ο Εφιάλτης την Ήρα και πως θα ανέβαιναν στον ουρανό, βάζοντας σκάλα τα βουνά πάνω στον Όλυμπο, την Όσσα και πάνω στην ‘Οσσα το Πήλιο.
Το “Μαυρονέρι” της Στύγας ενέπνεε μέχρι πριν λίγα ακόμη χρόνια έναν δεισιδαίμονα τρόμο στους ντόπιους.
Η ανάβαση γίνεται από το χωριό Περιστέρα (ή Σόλος). Σημείο μεγάλης ομορφιάς είναι η λίμνη Τσιβλού (700μ.) μέσα στο δάσος, μερικά χιλιόμετρα πριν από την Περιστέρα. Ξεκινάμε από δασικό δρόμο που μας βάζει σε δάσος με πεύκα και συνεχίζουμε σε μονοπάτι μέχρι ένα χαρακτηριστικό σημείο με θαυμάσια θέα (δυόμισι ώρες). Εδώ επειδή το μονοπάτι έχει πέσει μας μπερδεύει λίγο στο πέρασμα, αλλά σε άλλη μισή ώρα μάς φέρνει στη βάση του Καταρράκτη των Yδάτων της Στυγός

 

Θρησκευτικά μνημεία

 

Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας 

Η χιλιόχρονη Μονή της Άγιας Λαύρας με την πολυκύμαντη ιστορία της, 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης των Καλαβρύτων, αποτελεί το λίκνο τής εθνικής μας παλιγγενεσίας, πανελλήνιο εθνικοθρησκευτικό προσκύνημα πρώτου μεγέθους και μια από τις αρχαιότερες Μονές του ελληνικού και κυρίως του πελοποννησιακού χώρου, αληθινό σέμνωμα της περιοχής.

Συνδεδεμένη αρχικά με τη Μέγιστη Λαύρα του Άθω διαγράφει αδρομερώς μια ιστορία αντίστοιχη προς τα κατά καιρούς τρία καθολικά της: Παλαιομονάστηρο, Ιστορικός Ναός, Σημερινή Μορφή. Πρώτη μαρτυρία ωστόσο έχουμε την αποτέφρωση της από τους Τούρκους στα 1585.
Ξανακτίζεται το 1600, ενώ οι τοιχογραφίες της (χειρ. Άνθιμου) τελειώνουν το 1645. Πρόκειται για το Παλαιομονάστηρο, σε απόσταση 300 μ. πιο πάνω από τη σημερινή Μονή, με δίκλιτο σταυρεπίστεγο ναό στο στόμιο σπηλιάς, που σώζει δύο στρώματα τοιχογραφιών.

Στη σημερινή θέση η ιστορική Μονή κτίσθηκε πιθανώς το 1689, τρίκογχο, αγιορείτικου τύπου, κτίσμα (μονόκλιτο, με τρούλο χωρίς στηρίγματα) πού διασώζει τοιχογραφίες, ενώ σχετική εικόνα μας δίνει το σχέδιο του Ρώσου μοναχού Μπάρσκην (1745).
Η Μονή δοκιμάζεται το 1715 (Β’ Τουρκοκρατία) και κυρίως στα Ορλωφικά. Πυρπολείται το 1826 από τον Ιμπραήμ, ανοικοδομείται το 1828, με την ίδρυση νέου καθολικού τύπου «βασιλικής με τρούλο», ερειπώνεται με το σεισμό της 24ης Ιουλίου 1844, για να κτισθεί και πάλι το 1850.
Νέες διώξεις, εκτελέσεις και καταστροφές είδε το μοναστήρι από τα Ναζιστικά στρατεύματα το Δεκέμβριο του 1943. Έκαψαν τη μονή, λεηλάτησαν τις αποθήκες και εκτέλεσαν τρεις μοναχούς, που δεν είχαν εγκαταλείψει το Μοναστήρι.
Οι μοναχοί που είχαν κρυφτεί λίγο πιο μακριά ξαναγύρισαν όταν είχαν απομακρυνθεί τα στρατεύματα, φέρνοντας μαζί τους τα κειμήλια και το λάβαρο που διέσωσαν και άρχισαν ξανά από την αρχή την επισκευή και ανοικοδόμηση.

Το 1950, με προσφορές πιστών και ενίσχυση από το κράτος ανοικοδομήθηκε εξ’ ολοκλήρου.
Η Μονή στη πορεία της υπήρξε πατριαρχική, σταυροπηγιακή, «βασιλική» και απέκτησε μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία, ενώ κατά καιρούς προσκολλήθηκαν σ’ αυτήν μικρότερες Μονές (Αγία Τριάς, Φιλοκάλη κ.ά.).
Εκείνο όμως που ανέδειξε τη Μονή ως φωτεινό μετέωρο, χωρίς να υποτιμούνται άλλες κατά καιρούς υπηρεσίες της σε εθνικά θεμέλια, είναι το γεγονός ότι υπήρξε το θέατρο πολεμικών γεγονότων της μεγάλης Εξεγέρσεως τού 1821 και διεκδικεί την πρωτοπορία του Αγώνος με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, κάτω από το θόλο του Ναού της.
Στην εθνική συνείδηση προβάλλει ως πρωταγωνίστρια στον μεγάλο Ξεσηκωμό για την απελευθέρωση.
Με καμάρι δείχνει το Λάβαρο του ‘21, τα όπλα των Αγωνιστών, τα άμφια του Αρχιεπισκόπου Παλαιών Πατρών Γερμανού – πρωτοστάτη του Αγώνος, έγγραφα, χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες, πολύτιμα Ευαγγέλια (όπως της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας) και ιερά σκεύη και άμφια (σταυρός, λειψανοθήκες, Αγία Ποτήρια κ.λπ.) ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής και εθνικής αξίας, παρά τις τόσες διώξεις, πυρπολήσεις και καταστροφές της Μονής, που πρόσφερε στον Αγώνα, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, όσο καμιά άλλη.
Δίκαια λοιπόν αποτελεί σύμβολο ιερό και κιβωτό του νεοελληνισμού. Δίκαια σε περίοπτη θέση, κοντά στη Μονή, στήθηκε μεγαλόπρεπο το «Ηρώο των Αγωνιστών του ’21».
Η Αγία Λαύρα διδάσκει τι προσέφεραν οι Μονές στο Έθνος και στις αιώνιες και ακατάλυτες αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας, τόσο σε καλές, όσο και σε δύσκολες ήμερες.

Πολύτιμα κειμήλια

Ο πολυτιμότερος θησαυρός που βρίσκεται στο μοναστήρι είναι το Λάβαρο της Ορκωμοσίας των Αγωνιστών του 1821, η πρώτη δηλαδή σημαία του Ελληνικού Έθνους.
Επιπλέον, ο Επιτάφιος του 1754 κεντημένος στη Σμύρνη, η εικόνα του Αγίου Γεωργίου κεντημένη στην Κωνσταντινούπολη από την Κωκώνα του Ρολογά, Ευαγγέλιο δωρισμένο από την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ τη Μεγάλη, τα χρυσοκέντητα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού, εγκόλπια, ξυλόγλυπτοι σταυροί και λειψανοθήκες Αγίων.
Επίσης, ξεχωρίζει η κάρα του «Αγίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού», πολιούχου της Μαρτυρικής Πόλης των Καλαβρύτων, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 17 Μαρτίου, και είναι δωρεά του Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1398.

Υπάρχουν επίσης, η κάρα του Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος, του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Παρασκευής, των Αγίων Αναργύρων, κλπ.
Εκτός από τα σημαντικά ιερά κειμήλια και λείψανα που υπάρχουν στην Ιερά Μονή, σημαντικός θησαυρός είναι τα 3.000 έντυπα στη βιβλιοθήκη της. Το αρχαιότερο χρονολογείται από το 1502.
Στη συγκρότηση της βιβλιοθήκης συνέβαλαν σημαντικά ο Κύριλλος Λαυριώτης το 1796 και ο Καλαβρυτινός δάσκαλος μοναχός Γρηγόριος Ιωαννίδης το 1929.

 

Η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου:

Η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου βρίσκεται στο 10ο χιλιόμετρο του δρόμου Καλαβρύτων – Πούντας – Ε.Ο. Πατρών – Αθηνών.
Τρεις λόγοι έκαναν το Μέγα Σπήλαιο να κατέχει μια από τις πιο εξέχουσες θέσεις ανάμεσα στα γνωστότερα Μοναστήρια του ελληνικού χώρου: το τοπίο, η εφέστια εικόνα της Σπηλαιώτισσας και το αδούλωτο φρόνημα των μοναχών.

Κολλημένο πεισματικά σε ένα ευρύχωρο σπήλαιο (απ’ όπου και το όνομα του), στη βάση πελώριου, απειλητικού, κάθετου βραχώδους συγκροτήματος τού Χελμού σε υψόμετρο 940 μ., προκαλεί δέος και θαυμασμό με τη μοναδικότητα του. Η σπηλαιώδης διαμόρφωσή του προσδιόρισε τελικά και την αρχιτεκτονική μορφή του.
Η Μονή υψώνεται σήμερα οκταόροφη και παρόλο πού έχασε το παλιό ιδιαίτερο ύφος της, δεν έπαυσε να καθηλώνει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη.
Το καθολικό, σκαμμένο στο βράχο, είναι Ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κύριος Ναός διατηρεί τις τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, παλαιότερο άμβωνα κ.λπ., ενώ στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στο Ναό αυτό φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας, που αποδίδεται κατά την παράδοση στον Ευαγγελιστή Λουκά, ελαφρώς παραμορφωμένη από τις κατά καιρούς πυρκαγιές τής Μονής (840, ανάκτηση 1285, 1400, 1640, ανακαίνιση το 1641, νέα πυρκαγιά το 1934).

Είναι τύπου «Βρεφοκρατούσης», δουλεμένη με κερί και μαστίχα σε σανίδα. Σημασία έχει ότι για την ψυχή του ευσεβούς λαού μας αποτελεί ανέκαθεν παλλάδιο πρώτης τάξεως, αναντικατάστατο, καταφυγή και παραμυθία κάθε πιστού που εναποθέτει «την πάσαν ελπίδα» σε αυτό και ζητά την πρεσβεία της Παναγίας.
Η πανάρχαια αυτή Μονή στάθηκε πάντα ζωντανή και συνδέεται με θαύματα και πολλές παραδόσεις, η πιο αξιόλογη από τις όποιες είναι αυτή που συνδέεται με την εύρεση της Ιεράς Εικόνας: Δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί, οι Συμεών και Θεόδωρος, υστέρα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το Γαλατά (Ζαχλωρού). Αυτή, με θεία βουλή και με την οδηγία ενός τράγου, πού πήγαινε εκεί για να ξεδιψάσει, τους οδήγησε στο Σπήλαιο, όπου βρήκαν την Ιερή Εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, την όποια φύλαγε φοβερός δράκος, ο οποίος στη συνέχεια σκοτώθηκε από κεραυνό. Η πηγή αυτή του Σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα. Στο σημείο αυτό υπάρχει και η αναπαράσταση του θαυμαστού γεγονότος.

Αν και η Μονή καταστράφηκε τελείως, ωστόσο τα υπάρχοντα κειμήλια – που φυλάσσονται σε πρόσφατα άριστα διευθετημένο νέο σκευοφυλάκιο – ανάγουν το νου και την ψυχή στο Θείο, στον παλαιό πλούτο της Μονής και στην προσφορά του Μεγάλου Σπηλαίου προς το Έθνος.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Μονή διατηρούσε πυριτιδαποθήκη, ώστε όχι μόνο να έχει υλικό για τον Αγώνα, αλλά και όταν θα ήταν επιβεβλημένο, να γίνονταν ολοκαύτωμα, παρά δούλοι οι μοναχοί της.
Είναι άλλωστε γνωστή η υπερήφανη, ηρωική απάντηση του ηγουμένου Δαμάσκηνου τον Ιούνιο του 1827 στον Ιμπραήμ: «…διά να προσκυνήσωμεν, είναι αδύνατον …αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσεις παπάδες.
Αν όμως νικηθείς …θα είναι ντροπή σου». Τέλος, σώζονται στη Μονή μικρά κανόνια τού Αγώνα.
Αλλά και στην Κατοχή (Δεκέμβριος τού 1943), οι μοναχοί πλήρωσαν τη θηριωδία των Ναζί, καταληστεύεται η Μονή, καίγονται όσα κελιά γλύτωσαν την πυρκαγιά τού 1934, θανατώνονται 16 άτομα (μοναχοί, υποτακτικοί και προσκυνητές). Άλλους 9 μοναχούς, οι Ναζί τους θανάτωσαν ρίχνοντάς τους από τη θέση «Ψηλός Σταυρός».

Πολύτιμα κειμήλια

Στο Μουσείο της Μονής υπάρχουν πολλά άξια θαυμασμού ιερά και εθνικά κειμήλια: εθνικές στολές, σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, πολύτιμοι καλλιτεχνικότατοι χρυσοί σταυροί με τίμιο ξύλο, ιερά σκεύη, μεγάλης αξίας εικόνες, χαλκογραφίες, επτανησιακό τέμπλο, ωραίο δισκίο, εξαπτέρυγα, το ωμοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, επιτάφιοι, αντιμήνσια, προσωπογραφίες κ.α. Σε ειδικό παρεκκλήσιο παρουσιάζονται άλλες εικόνες, λειψανοθήκες (κάρες των ιδρυτών τής Μονής) κ.λπ., ενώ σε άλλη στεγάζεται η βιβλιοθήκη της Μονής, που σώζει ακόμη δεκάδες παλαιότυπα.
Από τα αξιοθέατα οι μοναχοί συνήθως δείχνουν στον επισκέπτη το «Τρύπιο Λιθάρι» (οπή απ’ οπού διέρχεται το φως τού ήλιου μόνο στις δύο ισημερίες του), το τεράστιο βαρέλι «Αγγελής» (χωρητικότητας 10.000 περίπου κιλών) και στην απέναντι κορυφή το «1821» γραμμένο από την ίδια τη φύση. Δίκαια, λοιπόν, η φήμη του Μοναστηριού είχε ξεπεράσει τα σύνορα τής Πελοποννήσου.

   

Ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής

Τα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτά της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας και της Πελoπovνήσου, με την φυσιογνωμία και την ιστορία της οποίας είναι στενά συνδεδεμένα.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η περιοχή κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους.

Οικισμός της νεολιθικής εποχής (4ης χιλιετίας π.χ) ανασκάφηκε κοντά στην Ακράτα και λείψανα κατοίκησης της ίδιας περιοχής βρέθηκαν στο σπήλαιο των Λιμνών στα Καστριά Καλαβρύτων. Μυκηναϊκοί οικισμοί, γνωστοί κυρίως από τα νεκροταφεία τους αναπτύσσονται σ’ όλη την Αιγιάλεια και την επαρχία Καλαβρύτων. Στην Αιγείρα έχει ανασκαφεί μυκηναϊκή τειχισμένη Ακρόπολη του 12ου π.χ. αιώνα. Σημαντικό είναι και το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη Κάτω Γουμένισσα Καλαβρύτων (15ος – 12ος αιώνας π.χ) με πήλινα και χάλκινα ευρήματα που τώρα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών.

Η πόλη του Φενεού αναφέρεται ως μία από της σημαντικότερες της Αρχαίας Αρκαδίας, που γνώρισε ακμή και παρακμή, επειδή ο κάμπος που βρισκόταν μεταβλήθηκε σε λίμνη. Την πόλη που βρισκόταν στο σταυροδρόμι των επικοινωνιών μεταξύ Αρκαδίας, Κορινθίας και Ηλίδος, επέλεξε κατά την μυθολογία ο Ηρακλής ως έδρα του, όταν εγκατέλειψε την Τίρυνθα, και από εδώ προετοίμασε την “τιμωρία” του Αυγεία και την κατάληψη της Ηλίδας, επειδή δεν τον πλήρωσε που καθάρισε τους στάβλους του (ένας από τους δώδεκα άθλους του). Οι κάτοικοί του τιμούσαν ιδιαίτερα τον Ερμή και προς τιμήν του τελούσαν γιορτές, τα Έρμαια, ενώ υπήρχε και ιερό του Ασκληπιού.

Για την περιοχή γίνεται αναφορά στον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει το Αίγιο, την Ελίκη και την Αιγείρα σαν πόλεις που ανήκουν στην επικράτεια του Αγαμέμνονα και συμμετέχουν μαζί του στον Τρωικό πόλεμο (Ομήρου Ιλιάς, ραψωδία Β, στ. 573-576). Αναφορά γίνεται από τον Όμηρο και για την πόλη του Φενεού.

Κατά τους αρχαίους χρόνους μία σειρά από πόλεις αναδεικνύονται στην περιοχή. Το Αίγιο γίνεται η έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 276 π.χ. και εξελίσσεται σε πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο των Αχαιών. Στην Αχαϊκή Συμπολιτεία συμμετέχει και ο Φενεός, λίγο μετά το 234 π.χ., ενώ το 225 π.χ. την καταλαμβάνει ο Σπαρτιάτης Κλεομένης ο Γ'.

Ο σεισμός του 373 π.χ. και η καταβύθιση της Ελίκης που κατακλύσθηκε στη συνέχεια από παλιρροϊκό κύμα υπήρξε ένα συγκλονιστικό γεγονός που έχει καταγραφεί από αρχαίους συγγραφείς. Η ανακάλυψη αυτής της πόλης της κλασσικής αρχαιότητας που χάθηκε αύτανδρη είναι σήμερα αντικείμενο συστηματικής έρευνας στη θάλασσα και στη ξηρά. Υπολογίζεται πάντως ότι η θέση της αρχαίας πόλης είναι κοντά στο σημερινό Ριζόμυλο και έχει καλυφθεί από προσχώσεις ποταμών.

Η θέση της αρχαίας πόλης Βούρα τοποθετείται στο χωριό Κάστρο, κοντά στο Άνω Διακοφτό, όπου υπάρχουν κάποια αρχαία λείψανα. Η πόλη καταστράφηκε από τον ίδιο σεισμό που καταβύθισε την Ελίκη. Στην περιοχή αυτή αναζητείται και το σπήλαιο με το υπερφυσικό άγαλμα του Βουραϊκού Ηρακλή. Το ιερό της Γης, το απακολούμενον Γαίον αναγνωρίζεται στο χώρο του σημερινού μοναστηριού της Αγίας Τριάδος στην Τράπεζα.

Η αρχαία αρκαδική Κύναιθα τοποθετείται στη περιοχή Καλαβρύτων κοντά στα όρια με την Αχαΐα, κτισμένη σε απόσταση 40 περίπου σταδίων (δηλ. 7,5 περίπου χλμ.) από τους Λουσούς (Παυσανίας 8, 19.1).

Λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε για την αρχική Βυζαντινή περίοδο, γι’ αυτό θεωρείται μοναδικό το εύρημα του Πριολίθου Καλαβρύτων, ο “θησαυρός” των χάλκινων νομισμάτων του 5ου και 6ου μ.χ. αιώνα (κοπές του Ιουστινιανού Α’, Ιουστίνου Β’ και Μαυρικίου). Η μετά τον 9ο αιώνα οικονομική ακμή της βόρειας Πελoποννήσου και η σχετική εμπορική κίνηση ευνόησε την ανάπτυξη της ορεινής περιοχής και τα Καλάβρυτα αναφέρονται ως σημαντικό κέντρο κατά τη περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας, το 124. Η ονομασία Καλάβρυτα εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Μεσαίωνα και πιθανολογείται ότι προέρχεται από τα “Καλάβρύοντα” ύδατα ή “Καλές βρύσες”.

Η περιοχή μαζί με την πόλη των Πατρών παραχωρήθηκε από τους Βενετούς και το 1205 οργανώθηκε αυτόνομα ως μιά από τις 12 βαρονίες των Φράγκων της Πελoπoννήσoυ, με βαρώνους τους Όθωνα ντε Τουρναί ή Ντουρνά κατά το χρονικό του Μωρέως και Ουμβέρτο ντε λα Τραμουιγ και έδρα τα Καλάβρυτα.

Στα μέσα του 13ου αιώνα κτίστηκε το κάστρο των Καλαβρύτων που είναι χαρακτηριστικό δείγμα φράγκικης οχυρωματικής τέχνης του 130υ αιώνα, χτισμένο σε οχυρή τοποθεσία, εύκολη στην υπεράσπιση, το οποίο συνέβαλε αποτελεσματικά στη φύλαξη της πεδιάδας. Έτσι πριν το τέλος του 13ου αιώνα όλα τα ορεινά φέουδα περιήλθαν και πάλι στο Βυζαντινό κράτος. Κατά τον Βοn οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τα Καλάβρυτα μεταξύ του 1270 και 1274, είτε με συνδυασμένη ενέργεια του Δεσποτάτου του Μυστρά και των κατοίκων, είτε με πρωτοβουλία των Καλαβρυτινών.

Για το Μέγα Σπήλαιο δεν υπάρχουν μαρτυρίες πριν το τέλος του 13ου αιώνα. Το χρυσόβουλο του Ιωάννη Κατακουζηνού υπέρ της μονής χρονολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα το 1345, ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών μένει στο Μέγα Σπήλαιο.

Το 14ο αιώνα μόνο η παραλιακή ζώνη της χώρας ανήκε στους Φράγκους. Οι βαρωνίες της Χαλανδρίτσας και της Βοστίτσας παρέμειναν στους Φράγκους μέχρι την κατάλυση του Πριγκηπάτου της Αχαΐας.

Στις αρχές του 1399, 50.000 Τούρκοι διαβαίνουν τον Ισθμό. Ο Δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις εκχώρησε τη πόλη των Καλαβρύτων στους Ιππότες της Ρόδου.

Το 1460 ο Μωάμεθ ο Β’, επικεφαλής ισχυρού Τουρκικού στρατού κατέλαβε την Πελοπόννησο. Τα Καλάβρυτα μετά από γενναία αντίσταση κατελήφθησαν από τους Τούρκους και παρέμειναν υπόδουλα μέχρι τον Βενετοτουρκικό πόλεμο του 1687-1715, οπότε η Πελοπόννησος ανακτήθηκε από τους Βενετούς. Αυτή την περίοδο χρονολογείται η κατάρτιση του Βενετικού κτηματολογίου της Βοστίτσας που εκδόθηκε πρόσφατα.

Τα Καλάβρυτα πρωταγωνίστησαν στον Αγώνα του 1821 κατά του τουρκικού ζυγού και η περιοχή των Καλαβρύτων συνδέθηκε με τις ωραιότερες σελίδες του Αγώνα. Από την ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας στις 18 Μαρτίου 1821, δόθηκε το σύνθημα της εξέργεσης στη περιοχή των Καλαβρύτων. Το Αίγιο και τα Καλάβρυτα είναι οι πρώτες πόλεις που απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό. Αγωνιστές των Καλαβρύτων έλαβαν αργότερα μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις σε άλλα σημεία της Πελοποννήσου και απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του Ιμπραήμ. Πρόκριτοι των Καλαβρύτων έλαβαν μέρος σε όλες τις Εθνικές Συνελεύσεις του Αγώνα. Στη Ζαρούχλα, κοντά στο Αίγιο σώζεται οι πύργος της οικογενείας του Ασημάκη Φωτήλα και στους Λουσούς ο πύργος των Πετμεζαίων.

Το 1833 επί Καποδίστρια αναγνωρίσθηκε ο νομός Αχαΐας και Ηλίδος που περιελάμβανε πέντε επαρχίες: Αιγιαλείας, Κυναίθης (Καλαβρύτων), Πατρών, Ηλείας και Πύργου. Πρωτεύουσα του νομού ορίστηκε η Πάτρα. Το 1899 καταργήθηκε ο νομός Αχαΐας και Ηλίδος και συστάθηκε ο νομός Αχαΐας με τις επαρχίες Πατρών, Αιγιάλειας, Καλαβρύτων και Ηλείας. Το 1930 αποσπάστηκε η επαρχία Ηλείας και από τότε αποτέλεσε τον ομώνυμο νομό. Από τότε ο νόμος Αχαΐας παραμένει όπως είναι σήμερα.

Το 1896 λειτούργησε η οδοντωτή σιδηροδρομική γραμμή Καλαβρύτων-Διακοπτού. Η γραμμή άρχισε να κατασκευάζεται το 1891 από Γάλλους μηχανικούς και το υπερβολικό κόστος της (λόγω των απότομων βουνών και του μεγάλου υψομέτρου της διαδρομής) κλόνισε τρεις φορές τον προϋπολογισμό του κράτους, με αποτέλεσμα μεγάλες πολιτικές διαστάσεις και την παραίτηση της κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανοϊταλικής κατοχής τα Καλάβρυτα και η περιοχή τους υπήρξαν πεδίο σημαντικής αντιστασιακής δράσης που προκάλεσε την μανία των χιτλερικών στρατευμάτων. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 συντελέστηκε στα Καλάβρυτα ένα από τα αγριότερα ομαδικά εγκλήματα του ναζισμού εναντίον άοπλου πληθυσμού, με την εκτέλεση όλου του ανδρικού πληθυσμού της πόλης.

  

Αρχαιολογικοί χώροι

  
Βυζαντινά Μνημεία

  
Νεώτερα Μνημεία

 

Αρχαία Ελίκη

 

 

Η Ελίκη ήταν αρχαία πόλη στην αρχαία Αχαΐα. Είχε ιδρυθεί από Ίωνες, βρισκόταν 40 στάδια από το Αίγιο και 12 στάδια (2,2 χλμ) από τη θάλασσα. Ήταν πρωτεύουσα της Ιωνικής Δωδεκάπολης και λατρευτικό κέντρο όλης της Αχαΐας με επίκεντρο τον ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα. Η Ελίκη έγινε ένα πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο με το δικό της νόμισμα.


Tα ευρήματα από την αρχαία Ελίκη περιορίζονται σε δύο χάλκινα νομίσματα, που στεγάζονται στο μουσείο του Βερολίνου. Στη μια όψη του νομίσματος απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Ποσειδώνα με τα ελληνικά γράμματα ΕΛΙΚ και μια τρίαινα με δελφίνια κοσμεί την άλλη όψη. Με βάση αυτά τα διακοσμητικά θέματα οι αρχαιολόγοι τοποθετούν τα νομίσματα στον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Ποσειδώνας ήταν ο προστάτης της πόλης και λατρευόταν από την ομηρική εποχή. Υπήρχε εκεί ένας ναός αφιερωμένος στον Ελικώνειο Ποσειδώνα.


Αναφέρεται (Παυσανίας «Αχαϊκά»), ότι υπήρχε άγαλμα σε υπερφυσικές αναλογίες αφιερωμένο στον Θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα. Οι Αχαιοί έδιωξαν τους Ίωνες και εγκαταστάθηκαν αυτοί στην περιοχή συνεχίζοντας τη λατρεία του Ποσειδώνα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων στην περιοχή καταφτάνουν ο Τισαμενός με Λακεδαιμόνιους, διωγμένους από τη Λακωνία και το Άργος από τον Αριστόδημο. Στους Λακεδαιμόνιους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στην περιοχή και στην πόλη, αλλά η συγκατοίκηση δεν κράτησε πολύ οι δύο πλευρές ήρθαν σε πολεμική αντιπαράθεση με νικητές τους Αχαιούς.


Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό όταν άρχων επώνυμος στην Αθήνα ήταν ο Αστείος κατά το τέταρτο έτος της εικοστής πρώτης Ολυμπιάδας, 372 Π.Χ. κατά την οποία ο Δάμων από τους Θούριους είχε κερδίσει την πρώτη του νίκη (χειμώνας 373 π.X.), μαζί με τη γειτονική Βούρα. Τα ερείπια της πόλης καλύφθηκαν στη συνέχεια από θάλασσα.


Σύμφωνα με τον Παυσανία και τον Στράβωνα οι κάτοικοι της Ελίκης προκάλεσαν την οργή του Ποσειδώνα όταν πήραν από το Ιερό και σκότωσαν ικέτες που είχαν καταφύγει σε αυτό. Ένας τρομακτικός σεισμός κτύπησε την πόλη (9,3R) και την κατέστρεψε ολοσχερώς, ενώ επέζησαν μόνο όσοι έλειπαν από αυτήν. Αμέσως μετά την κτύπησε μεγάλο κύμα (τσουνάμι) και η πόλη καταποντίστηκε στη θάλασσα. Μέρες πριν τον φονικό σεισμό είχαν παρατηρηθεί περίεργα φαινόμενα, όπως υπερβολική ζέστη σε χειμώνα, στέρεμα των πηγών τα ζώα, να έχουν εγκαταλείψει την περιοχή και άλλα τα οποία δεν είχαν υποψιάσει τους κατοίκους. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Αχαιοί έστειλαν 2.000 άντρες να βοηθήσουν αλλά δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν ούτε έναν νεκρό. Χρόνια μετά το γεγονός, ψαράδες έλεγαν ότι το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα μεγάλων διαστάσεων, που κρατούσε έναν ιππόκαμπο επί ένα και μισό αιώνα έσχιζε τα δίχτυα που μπλέκονταν σε αυτό. Η καταστροφή της Ελίκης τροφοδότησε τις συζητήσεις πολλών Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, ενώ είναι πιθανό να ενέπνευσε στον Πλάτωνα το μύθο της Ατλαντίδος.

 

 

 

Πρώτα ευρήματα

Το 1988 ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής την Δώρα Κατσωνοπούλου και τον Steven Soter ξεκίνησαν εκ νέου (μετά από αποτυχημένες προσπάθειες στο παρελθόν)την προσπάθεια εντοπισμού της Ελίκης. Αρχικά προχώρησαν σε υπερηχητική σάρωση της υποθαλάσσιας περιοχής ΝΔ του Αιγίου που δεν έδωσε αποτελέσματα ύπαρξης πόλης στο βυθό, οπότε επεκτάθηκαν στην παρακείμενη παραθαλάσσια πεδιάδα.

          

Το 1991 οι δοκιμαστικές τομές στο άνω τμήμα του δέλτα που σχηματίζεται από τις εκβολές των ποταμών Κερυνίτη και Σελινούντα, απέδωσαν στρώματα με κεραμική σε βάθος 15μ.

 

Το  1994, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών, διεξήγαγαν μαγνητομετρική έρευνα της περιοχής στο μέσο του δέλτα, η οποία αποκάλυψε το περίγραμμα κτιρίου. Από αυτό το σημείο ξεκίνησαν οι ανασκαφές το 1995, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2005, αποκαλύπτοντας τα ίχνη της κλασσικής και ελληνιστικής πόλης της Ελίκης, ρωμαϊκό δρόμο και ρωμαϊκά και βυζαντινά κοιμητήρια. Ανακάλυψαν επίσης προϊστορική πόλη της πρώιμης εποχής του Χαλκού (2400 π.Χ.), διατηρημένη σε πολύ καλή κατάσταση, η οποία φαίνεται να είχε την ίδια τύχη με τη μεταγενέστερη ελληνιστική πόλη.

Δύο χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, γεωλόγοι,αρχαιολόγοι και άλλοι επιστήμονες κατά τη διάρκεια των επιστημονικών ανασκαφών εντόπισαν το φονικό ρήγμα που σκόρπισε την καταστροφή. Το αρχαίο ρήγμα ανακαλύφθηκε ανατολικά του ποταμού Κερυνίτη στην περιοχή του Ελαιώνα, κοντά στις υπώρειες του βουνού Μαμουσιάς της Αχαΐας.

 

Αυτή η ανακάλυψη χαρακτηρίζεται ως "ένα από τα παραδείγματα γεωαρχαιολογικής μαρτυρίας σε παγκόσμιο επίπεδο που καθιστά πλέον την περιοχή αντικείμενο παγκόσμιου ενδιαφέροντος"

 

Για περισσότερες πληροφορίες και αξιοθέατα του Δήμου Αιγιάλειας, μπορείτε να ανατρέξετε στην επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου και την παραπομπή «ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ»:http://www.aigialeia.gov.gr/el/node/104

 1455889963 MB info

Please publish modules in offcanvas position.